- ῥυήσομαι
- ῥέωflowfut ind pass 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρρυώ — ἐπιρρυῶ, έω (Α) ρέω άφθονα, πλημμυρίζω, ξεχειλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. ρυ (πρβλ. ρυήσομαι, ερρύην) τού ρέω] … Dictionary of Greek